ιόμματος

ιόμματος
ἰόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ-όμματος, ωχρ-όμματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”